- Μηνόδωρος
- Μηνόδωροςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μηνόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Γιατρός, συνιδρυτής της Ερασιστρατείου σχολής. 2. Ρωμαίος διοικητής στόλου (; – 35 π.Χ.). Ήταν δούλος του Πομπηίου (40 π.Χ.) αλλά απελευθερώθηκε και διορίστηκε αρχηγός του στόλου που κυρίευσε τη… … Dictionary of Greek
Μηνοδώρου — Μηνόδωρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηνοδώρῳ — Μηνόδωρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηνόδωρε — Μηνόδωρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηνόδωρον — Μηνόδωρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕНОДОР — • Menodōrus, Μηνόδωρος, 1. вольноотпущенник Гнея Помпея Великого или сына его Секста, у которого он впоследствии служил начальником флота. В 40 г. после заключения мира между Октавианом и Антонием он грабил берега Северной… … Реальный словарь классических древностей
Menodoros (Begriffsklärung) — Menodoros, altgriechisch Μηνόδωρος, ist der Name folgender antiker Personen: Menodoros (Arzt) 1. Jh. v. Chr., Chirurg in Alexandria Menodoros (Bildhauer) 1. Jh. v. Chr., zur Zeit Caligulas, aus Athen Menodoros † 35 v. Chr. in Siscia, ein antiker… … Deutsch Wikipedia
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek